Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρακτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πρακτικά
-
πρακτική
-
πρωκτικός
-
προσεκτικός
-
πραγματικός
-
τακτικός
-
προκαταρκτικός
-
τρομακτικός
-
επιτακτικός
-
διστακτικός
-
προσθετικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
-
προσεχτικός
-
αρκτικός
-
ποντικός
-
λεκτικός
-
προσβλητικός
-
εναλλακτικός
-
προοδευτικός
-
πλεονεκτικός
-
προφυλακτικό
)
Συνώνυμα
λειτουργικός
χρηστικός
εφαρμοσμένος
3
Αντώνυμα
θεωρητικός
ακατανόητος
απρόσιτος
3
Ορισμός
Σχετικός με την πράξη ή την εφαρμογή.
Που βασίζεται στην εμπειρία και όχι στη θεωρία.
Που είναι χρήσιμος και αποτελεσματικός.
3
Παραδείγματα
Ο πρακτικός τρόπος επίλυσης του προβλήματος ήταν πολύ αποτελεσματικός.
Η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα.
Έχει πολύ πρακτική σκέψη και λύνει γρήγορα τα προβλήματα.
3