Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωταγωνιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωταγωνιστώ
-
πρωταγωνιστής
-
αγωνιστικός
-
ανταγωνιστικός
-
πρωταρχικός
-
πειστικός
-
πρωκτικός
)
Συνώνυμα
κύριος
επικεφαλής
πρωτεύων
3
Αντώνυμα
δευτερεύων
ασήμαντος
επιφανειακός
3
Ορισμός
που αναφέρεται στον πρωταγωνιστή ή έχει σχέση με αυτόν
που έχει κεντρικό ρόλο ή σημασία σε μια κατάσταση ή γεγονός
2
Παραδείγματα
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της ταινίας τον έκανε διάσημο.
Η πρωταγωνιστική θέση της εταιρείας στην αγορά είναι αναμφισβήτητη.
2