Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πρακτικός
-
πρωκτός
-
προσεκτικός
-
προκαταρκτικός
-
προσεχτικός
-
πρωταρχικός
-
προσθετικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
-
πραγματικός
-
πρωταγωνιστικός
-
αρκτικός
-
ποντικός
-
τρωκτικό
-
τακτικός
-
λεκτικός
-
πλεονεκτικός
-
προσβλητικός
-
προοδευτικός
)
Συνώνυμα
καθαρματικός
αισχρός
2
Αντώνυμα
αξιοπρεπής
σεμνός
2
Ορισμός
Σχετικός με τον πρωκτό.
Αισχρός, απρεπής ή προσβλητικός.
2
Παραδείγματα
Ο πρωκτικός έλεγχος είναι απαραίτητος για την διάγνωση ορισμένων παθήσεων.
Η πρωκτική συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη.
2