Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροβολικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πυροβολώ
-
πυροβολω
-
πυροβολισμός
-
πυροβολήσω
-
πυροβολούμαι
-
πυροβολήθηκαν
-
πυρομαχικό
)
Συνώνυμα
κανονι
βαρύ όπλο
πυροβόλο
3
Αντώνυμα
ασπίδα
άοπλος
2
Ορισμός
Βαρύ οπλικό σύστημα που εκτοξεύει βλήματα σε μεγάλη απόσταση.
Συλλογικός όρος για τα βαρέα πυροβόλα και τα μέσα που τα χρησιμοποιούν.
2
Παραδείγματα
Το πυροβολικό του στρατού βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το πυροβολικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
2