1. Συνώνυμα
    • κανονι
    • βαρύ όπλο
    • πυροβόλο
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασπίδα
    • άοπλος
    2
  3. Ορισμός
    • Βαρύ οπλικό σύστημα που εκτοξεύει βλήματα σε μεγάλη απόσταση.
    • Συλλογικός όρος για τα βαρέα πυροβόλα και τα μέσα που τα χρησιμοποιούν.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το πυροβολικό του στρατού βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις.
    • Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το πυροβολικό έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
    2