1. Συνώνυμα
    • πυροδοτώ
    • ρίχνω
    • πυροδοτώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απέχω
    2
  3. Ορισμός
    • Να εκτοξεύω βλήματα ή σφαίρες με όπλο.
    • Να προκαλώ έκρηξη ή φωτιά με πυρομαχικά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης πυροβόλησε προς τον εχθρό.
    • Οι πυροσβέστες πυροβόλησαν νερό για να σβήσουν τη φωτιά.
    2