Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροβολώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πυροβολω
-
πυροβολήσω
-
πυροβολικό
-
πυροβολούμαι
-
πυροβολισμός
-
πυροβολήθηκαν
-
πυροβόλο
)
Συνώνυμα
πυροδοτώ
ρίχνω
πυροδοτώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
2
Ορισμός
Να εκτοξεύω βλήματα ή σφαίρες με όπλο.
Να προκαλώ έκρηξη ή φωτιά με πυρομαχικά.
2
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης πυροβόλησε προς τον εχθρό.
Οι πυροσβέστες πυροβόλησαν νερό για να σβήσουν τη φωτιά.
2