Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυροβολισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πυροβολικό
-
πυροβολω
-
πυροβολώ
-
πυροβολήσω
-
πυροβολούμαι
-
μεταβολισμός
)
Συνώνυμα
πυροβολία
βολή
πυροβολικό
3
Αντώνυμα
ειρήνη
ανακωχή
2
Ορισμός
Η ενέργεια του πυροβολώ, δηλαδή η εκτόξευση βλήματος από όπλο.
Ο θόρυβος που προκαλείται από την εκπυρσοκρότηση όπλου.
2
Παραδείγματα
Ο πυροβολισμός ακούστηκε από μακριά και προκάλεσε πανικό.
Οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν όλη τη νύχτα.
2