1. Λέξη
    πυροβολισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πυροβολικό - πυροβολω - πυροβολώ - πυροβολήσω - πυροβολούμαι - μεταβολισμός)
  2. Συνώνυμα
    • πυροβολία
    • βολή
    • πυροβολικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειρήνη
    • ανακωχή
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του πυροβολώ, δηλαδή η εκτόξευση βλήματος από όπλο.
    • Ο θόρυβος που προκαλείται από την εκπυρσοκρότηση όπλου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πυροβολισμός ακούστηκε από μακριά και προκάλεσε πανικό.
    • Οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν όλη τη νύχτα.
    2