Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σέρνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
φέρνομαι
-
πέρνομαι
-
σέβομαι
-
σέρνω
-
παίρνομαι
-
σηκώνομαι
)
Συνώνυμα
τραβιέμαι
συρόμαι
οπισθοχωρώ
3
Αντώνυμα
προχωρώ
εφορμώ
επεμβαίνω
3
Ορισμός
Κινώ με δυσκολία, συνήθως λόγω κόπωσης ή βάρους.
Μετακινούμαι αργά και με δυσκολία σε μια κατεύθυνση.
Αφήνω κάτι να σύρεται στο έδαφος ενώ κινούμαι.
3
Παραδείγματα
Μετά τη δουλειά, σερνόμουν σαν να είχα χίλια κιλά στα πόδια μου.
Το παιδί σερνόταν στο πάτωμα για να φτάσει το παιχνίδι του.
Η φούστα της σερνόταν στο πάτωμα καθώς περπατούσε.
3