1. Λέξη
    σέρνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: φέρνομαι - πέρνομαι - σέβομαι - σέρνω - παίρνομαι - σηκώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τραβιέμαι
    • συρόμαι
    • οπισθοχωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • προχωρώ
    • εφορμώ
    • επεμβαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κινώ με δυσκολία, συνήθως λόγω κόπωσης ή βάρους.
    • Μετακινούμαι αργά και με δυσκολία σε μια κατεύθυνση.
    • Αφήνω κάτι να σύρεται στο έδαφος ενώ κινούμαι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη δουλειά, σερνόμουν σαν να είχα χίλια κιλά στα πόδια μου.
    • Το παιδί σερνόταν στο πάτωμα για να φτάσει το παιχνίδι του.
    • Η φούστα της σερνόταν στο πάτωμα καθώς περπατούσε.
    3