Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίρνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παίζομαι
-
πέρνομαι
-
παίρνουμε
-
παίρνω
-
παίρνει
-
παραδίνομαι
-
παίρνεις
-
πλένομαι
-
πιάνομαι
-
φέρνομαι
-
σέρνομαι
-
παλουκώνομαι
)
Συνώνυμα
αναλαμβάνομαι
επιχειρώ
ασχολούμαι
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
αποσύρομαι
αποκηρύσσω
3
Ορισμός
Αναλαμβάνω να κάνω κάτι, συνήθως με ενθουσιασμό ή αποφασιστικότητα.
Εμπλέκομαι σε μια δραστηριότητα ή προσπάθεια.
2
Παραδείγματα
Παίρνομαι με ζήλο να οργανώσω το πάρτι.
Όταν παίρνεται να μελετήσει, δεν τον σταματάει τίποτα.
2