1. Λέξη
    σακουλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σακάκι - σκυλάκι - πουλάκι)
  2. Συνώνυμα
    • τσάντα
    • τσαντάκι
    • πορτοφόλι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρή τσάντα, συνήθως από ύφασμα ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά μικρών αντικειμένων.
    • Πορτοφόλι ή μικρή θήκη για τη φύλαξη χρημάτων ή άλλων μικρών αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα τα κλειδιά μου στο σακουλάκι για να μην τα χάσω.
    • Το σακουλάκι του ήταν γεμάτο με νομίσματα.
    2