Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σακουλάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σακάκι
-
σκυλάκι
-
πουλάκι
)
Συνώνυμα
τσάντα
τσαντάκι
πορτοφόλι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρή τσάντα, συνήθως από ύφασμα ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά μικρών αντικειμένων.
Πορτοφόλι ή μικρή θήκη για τη φύλαξη χρημάτων ή άλλων μικρών αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Έβαλα τα κλειδιά μου στο σακουλάκι για να μην τα χάσω.
Το σακουλάκι του ήταν γεμάτο με νομίσματα.
2