Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνδεδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
σημαδεμένος
-
συγχωρεμένος
-
συνηθισμένος
)
Συνώνυμα
συνδεμένος
ενωμένος
συνδεσμένος
3
Αντώνυμα
ασύνδετος
αποσυνδεδεμένος
χωριστός
3
Ορισμός
που έχει σχέση με κάτι άλλο ή συνδέεται με αυτό
που είναι ενωμένος ή συνδεδεμένος με κάποιον ή κάτι
που έχει σύνδεση με δίκτυο ή σύστημα
3
Παραδείγματα
Ο υπολογιστής είναι συνδεδεμένος στο διαδίκτυο.
Τα δύο σημεία είναι συνδεδεμένα με ένα καλώδιο.
Οι ιδέες τους είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους.
3