Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκορπιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκορ
-
σκορπίζω
-
σκορπίσω
)
Συνώνυμα
καραβίδι
αραχνίδα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Έντομο ή αραχνίδιο με μακρύ ουραίο τμήμα που καταλήγει σε κεντρί με δηλητήριο.
Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου.
2
Παραδείγματα
Ο σκορπιός κεντρίζει για να προστατευτεί ή να θηρεύσει.
Το ζώδιο του Σκορπιού συνδέεται με τοιχοποιία και μυστήριο.
2