1. Λέξη
    σκορπιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκορ - σκορπίζω - σκορπίσω)
  2. Συνώνυμα
    • καραβίδι
    • αραχνίδα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Έντομο ή αραχνίδιο με μακρύ ουραίο τμήμα που καταλήγει σε κεντρί με δηλητήριο.
    • Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκορπιός κεντρίζει για να προστατευτεί ή να θηρεύσει.
    • Το ζώδιο του Σκορπιού συνδέεται με τοιχοποιία και μυστήριο.
    2