1. Λέξη
    σκορπίζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκορπίσω - σκουπίζω - σκορ - σκορπιός - σκίζω)
  2. Συνώνυμα
    • διασκορπίζω
    • σκιάζω
    • χύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκεντρώνω
    • μαζεύω
    2
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να απλωθεί σε διάφορες κατευθύνσεις ή σε μεγάλη έκταση.
    • Διασπείρω κάτι σε διάφορα σημεία ή ανάμεσα σε διάφορα άτομα.
    • Προκαλώ τη διασπορά μιας ομάδας ανθρώπων ή πραγμάτων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγρότης σκόρπισε τους σπόρους στο χωράφι.
    • Ο δάσκαλος σκόρπισε τα παιδιά σε διάφορες ομάδες.
    • Ο άνεμος σκόρπισε τα φύλλα σε όλη την αυλή.
    3