Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκορπίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκορπίσω
-
σκουπίζω
-
σκορ
-
σκορπιός
-
σκίζω
)
Συνώνυμα
διασκορπίζω
σκιάζω
χύνω
3
Αντώνυμα
συγκεντρώνω
μαζεύω
2
Ορισμός
Κάνω κάτι να απλωθεί σε διάφορες κατευθύνσεις ή σε μεγάλη έκταση.
Διασπείρω κάτι σε διάφορα σημεία ή ανάμεσα σε διάφορα άτομα.
Προκαλώ τη διασπορά μιας ομάδας ανθρώπων ή πραγμάτων.
3
Παραδείγματα
Ο αγρότης σκόρπισε τους σπόρους στο χωράφι.
Ο δάσκαλος σκόρπισε τα παιδιά σε διάφορες ομάδες.
Ο άνεμος σκόρπισε τα φύλλα σε όλη την αυλή.
3