1. Λέξη
    σκοτώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: σκοτίζομαι - σκοτώνω - σηκώνομαι - φορτώνομαι - σκοτώσω - χώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • πεθαίνω
    • χάνω τη ζωή μου
    • αφαιρούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζω
    • επιβιώνω
    • διασώζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να χάσω τη ζωή μου, να πεθάνω.
    • Να υποστώ θάνατο, είτε από φυσικά αίτια είτε από εξωτερική πράξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.
    • Πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν στον πόλεμο.
    2