Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπουδάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σπουδή
-
σπουδές
-
σπάζω
-
σπουδαίος
)
Συνώνυμα
μελετώ
ασχολούμαι
εμβαθύνω
3
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Εκτελώ μεθοδική και εντατική μελέτη ή έρευνα σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια για να μάθω ή να κατανοήσω κάτι.
Ετοιμάζομαι για εξετάσεις ή για μια συγκεκριμένη εργασία.
3
Παραδείγματα
Σπουδάζω ιατρική στο πανεπιστήμιο.
Κάθε βράδυ σπουδάζω για τις εξετάσεις μου.
Σπουδάζει αρχαία ελληνικά εδώ και χρόνια.
3