1. Λέξη
    σπουδάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σπουδή - σπουδές - σπάζω - σπουδαίος)
  2. Συνώνυμα
    • μελετώ
    • ασχολούμαι
    • εμβαθύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παραμελώ
    • αδιαφορώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μεθοδική και εντατική μελέτη ή έρευνα σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
    • Αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια για να μάθω ή να κατανοήσω κάτι.
    • Ετοιμάζομαι για εξετάσεις ή για μια συγκεκριμένη εργασία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σπουδάζω ιατρική στο πανεπιστήμιο.
    • Κάθε βράδυ σπουδάζω για τις εξετάσεις μου.
    • Σπουδάζει αρχαία ελληνικά εδώ και χρόνια.
    3