1. Λέξη
    σπουδαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σπουδαίος - σπουδή - σπουδές)
  2. Συνώνυμα
    • φοιτητής
    • μαθητής
    • σπουδαστής
    • μελετητής
    4
  3. Αντώνυμα
    • δάσκαλος
    • καθηγητής
    • εκπαιδευτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που σπουδάζει σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, ιδίως σε ανώτερο.
    • Αυτός που ασχολείται με τη μελέτη ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή επιστήμης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σπουδαστής της ιατρικής παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τα μαθήματα.
    • Ένας καλός σπουδαστής πρέπει να είναι επιμελής και να αφιερώνει χρόνο στη μελέτη.
    2