Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπουδαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπουδαίος
-
σπουδή
-
σπουδές
)
Συνώνυμα
φοιτητής
μαθητής
σπουδαστής
μελετητής
4
Αντώνυμα
δάσκαλος
καθηγητής
εκπαιδευτικός
3
Ορισμός
Αυτός που σπουδάζει σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, ιδίως σε ανώτερο.
Αυτός που ασχολείται με τη μελέτη ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή επιστήμης.
2
Παραδείγματα
Ο σπουδαστής της ιατρικής παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τα μαθήματα.
Ένας καλός σπουδαστής πρέπει να είναι επιμελής και να αφιερώνει χρόνο στη μελέτη.
2