1. Λέξη
    σπουδή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σπουδές - σπουδάζω - σπουδαίος - σπουδαστής)
  2. Συνώνυμα
    • μελέτη
    • έρευνα
    • προσπάθεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμέλεια
    • απραξία
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η εντατική και συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου ή την απόκτηση γνώσεων.
    • Η ενασχόληση με μια συγκεκριμένη επιστημονική ή πνευματική δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σπουδή της ιστορίας απαιτεί πολλή υπομονή και αφοσίωση.
    • Οι σπουδές του στην ιατρική του χάρισαν μια επιτυχημένη καριέρα.
    2