Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπουδή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπουδές
-
σπουδάζω
-
σπουδαίος
-
σπουδαστής
)
Συνώνυμα
μελέτη
έρευνα
προσπάθεια
3
Αντώνυμα
αμέλεια
απραξία
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η εντατική και συστηματική προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου ή την απόκτηση γνώσεων.
Η ενασχόληση με μια συγκεκριμένη επιστημονική ή πνευματική δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Η σπουδή της ιστορίας απαιτεί πολλή υπομονή και αφοσίωση.
Οι σπουδές του στην ιατρική του χάρισαν μια επιτυχημένη καριέρα.
2