Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπουδές (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπουδή
-
σπουδάζω
-
σπουδαίος
-
σπουδαστής
)
Συνώνυμα
μελέτη
εκπαίδευση
μάθηση
ακαδημαϊκή εκπαίδευση
4
Αντώνυμα
αμέλεια
απραξία
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η διαδικασία της μάθησης ή της εκπαίδευσης, ειδικά σε ακαδημαϊκό πλαίσιο.
Οι εργασίες ή οι ασκήσεις που γίνονται για να αποκτηθεί γνώση ή δεξιότητα.
Η σοβαρή προσπάθεια και η αφοσίωση σε μια δραστηριότητα ή στόχο.
3
Παραδείγματα
Οι σπουδές του στο πανεπιστήμιο του έδωσαν πολλές γνώσεις.
Αφιέρωσε πολλές ώρες στις σπουδές της για να πετύχει τους στόχους της.
Οι σπουδές στην ιστορία της τέχνης του άνοιξαν νέους ορίζοντες.
3