1. Λέξη
    σπουδές (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σπουδή - σπουδάζω - σπουδαίος - σπουδαστής)
  2. Συνώνυμα
    • μελέτη
    • εκπαίδευση
    • μάθηση
    • ακαδημαϊκή εκπαίδευση
    4
  3. Αντώνυμα
    • αμέλεια
    • απραξία
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία της μάθησης ή της εκπαίδευσης, ειδικά σε ακαδημαϊκό πλαίσιο.
    • Οι εργασίες ή οι ασκήσεις που γίνονται για να αποκτηθεί γνώση ή δεξιότητα.
    • Η σοβαρή προσπάθεια και η αφοσίωση σε μια δραστηριότητα ή στόχο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι σπουδές του στο πανεπιστήμιο του έδωσαν πολλές γνώσεις.
    • Αφιέρωσε πολλές ώρες στις σπουδές της για να πετύχει τους στόχους της.
    • Οι σπουδές στην ιστορία της τέχνης του άνοιξαν νέους ορίζοντες.
    3