Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναστενάζω
-
στενάκι
-
στάζω
-
στενός
-
στενάχωρος
)
Συνώνυμα
θρηνώ
οδύρομαι
κλαίω
3
Αντώνυμα
γελώ
χαίρομαι
ευφραίνομαι
3
Ορισμός
Εκφράζω θλίψη ή πόνο με αναστεναγμούς ή κλάματα.
Εκφράζω δυσαρέσκεια ή δυσφορία με αναστεναγμούς.
2
Παραδείγματα
Στενάζει από τον πόνο της απώλειας του αγαπημένου του προσώπου.
Οι εργάτες στενάζουν κάτω από το βάρος της εξαντλητικής εργασίας.
2