1. Λέξη
    σταθεροποιητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σταθεροποιώ - σταθεροποιούμαι - σταθερά - ποιητής)
  2. Συνώνυμα
    • σταθεροποιητικό
    • σταθεροποιητικό μέσο
    2
  3. Αντώνυμα
    • ασταθής
    • ασταθειοποιητής
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα χημικό ή άλλο μέσο που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της σταθερότητας ενός συστήματος.
    • Συστατικό που προστίθεται σε ένα προϊόν για να αποτρέψει την αλλοίωση ή τη διάσπασή του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σταθεροποιητής χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων για να διατηρήσει τη σύσταση των προϊόντων.
    • Στη φαρμακευτική, οι σταθεροποιητές βοηθούν στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων.
    2