Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθεροποιητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σταθεροποιώ
-
σταθεροποιούμαι
-
σταθερά
-
ποιητής
)
Συνώνυμα
σταθεροποιητικό
σταθεροποιητικό μέσο
2
Αντώνυμα
ασταθής
ασταθειοποιητής
2
Ορισμός
Ένα χημικό ή άλλο μέσο που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της σταθερότητας ενός συστήματος.
Συστατικό που προστίθεται σε ένα προϊόν για να αποτρέψει την αλλοίωση ή τη διάσπασή του.
2
Παραδείγματα
Ο σταθεροποιητής χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων για να διατηρήσει τη σύσταση των προϊόντων.
Στη φαρμακευτική, οι σταθεροποιητές βοηθούν στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων.
2