1. Λέξη
    σταθεροποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: σταθεροποιητής - σταθεροποιούμαι - σταθερά - σταθερός)
  2. Συνώνυμα
    • εδραιώνω
    • σταθεροποιώ
    • εμπεδώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασταθής
    • ασταθίζω
    • ταρακουνώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σταθερό ή ασφαλές.
    • Εξασφαλίζω τη σταθερότητα ή τη μόνιμη κατάσταση κάποιου πράγματος.
    • Ενισχύω ή εδραιώνω μια κατάσταση ώστε να μην αλλάζει εύκολα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μηχανικός σταθεροποίησε το κτίριο μετά τον σεισμό.
    • Η κυβέρνηση προσπαθεί να σταθεροποιήσει την οικονομία.
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.
    3