Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθεροποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σταθεροποιητής
-
σταθεροποιούμαι
-
σταθερά
-
σταθερός
)
Συνώνυμα
εδραιώνω
σταθεροποιώ
εμπεδώνω
3
Αντώνυμα
ασταθής
ασταθίζω
ταρακουνώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σταθερό ή ασφαλές.
Εξασφαλίζω τη σταθερότητα ή τη μόνιμη κατάσταση κάποιου πράγματος.
Ενισχύω ή εδραιώνω μια κατάσταση ώστε να μην αλλάζει εύκολα.
3
Παραδείγματα
Ο μηχανικός σταθεροποίησε το κτίριο μετά τον σεισμό.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να σταθεροποιήσει την οικονομία.
Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.
3