1. Λέξη
    σταθερά (επίθετο) - (παρόμοια: σταθερός - σταθερότητα - σταθεροποιώ - σταθώ - σταθεροποιητής)
  2. Συνώνυμα
    • αμετάβλητη
    • σταθερή
    • συνεχής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασταθής
    • μεταβλητή
    • αναποφάσιστη
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν αλλάζει ή δεν μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου.
    • Που παρουσιάζει σταθερότητα και ασφάλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η θερμοκρασία του δωματίου παρέμεινε σταθερή όλη την ημέρα.
    • Είναι γνωστός για τη σταθερή του απόδοση στην εργασία του.
    2