Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθερά (επίθετο) - (παρόμοια:
σταθερός
-
σταθερότητα
-
σταθεροποιώ
-
σταθώ
-
σταθεροποιητής
)
Συνώνυμα
αμετάβλητη
σταθερή
συνεχής
3
Αντώνυμα
ασταθής
μεταβλητή
αναποφάσιστη
3
Ορισμός
Που δεν αλλάζει ή δεν μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου.
Που παρουσιάζει σταθερότητα και ασφάλεια.
2
Παραδείγματα
Η θερμοκρασία του δωματίου παρέμεινε σταθερή όλη την ημέρα.
Είναι γνωστός για τη σταθερή του απόδοση στην εργασία του.
2