Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταθερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σταθερός
-
σταθερά
-
ιερότητα
-
σοβαρότητα
-
σκληρότητα
)
Συνώνυμα
βεβαιότητα
ασφάλεια
σταθερή κατάσταση
3
Αντώνυμα
αστάθεια
αβεβαιότητα
ανασφάλεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάτι σταθερό, χωρίς αλλαγές ή διακυμάνσεις.
Η κατάσταση όπου κάτι παραμένει αμετάβλητο σε χρόνο ή συνθήκες.
Η ικανότητα ενός συστήματος ή αντικειμένου να διατηρεί την ισορροπία του.
3
Παραδείγματα
Η σταθερότητα της οικονομίας είναι σημαντική για την ανάπτυξη μιας χώρας.
Η ψυχολογική σταθερότητα είναι απαραίτητη για την υγεία ενός ατόμου.
Το κτίριο έχει μεγάλη σταθερότητα χάρη στους ισχυρούς θεμελίους του.
3