1. Λέξη
    σταθερότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σταθερός - σταθερά - ιερότητα - σοβαρότητα - σκληρότητα)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαιότητα
    • ασφάλεια
    • σταθερή κατάσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αστάθεια
    • αβεβαιότητα
    • ανασφάλεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάτι σταθερό, χωρίς αλλαγές ή διακυμάνσεις.
    • Η κατάσταση όπου κάτι παραμένει αμετάβλητο σε χρόνο ή συνθήκες.
    • Η ικανότητα ενός συστήματος ή αντικειμένου να διατηρεί την ισορροπία του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σταθερότητα της οικονομίας είναι σημαντική για την ανάπτυξη μιας χώρας.
    • Η ψυχολογική σταθερότητα είναι απαραίτητη για την υγεία ενός ατόμου.
    • Το κτίριο έχει μεγάλη σταθερότητα χάρη στους ισχυρούς θεμελίους του.
    3