1. Λέξη
    στείρος (επίθετο) - (παρόμοια: στείρα - στείρωση - στείλε - στείλω - στενάχωρος)
  2. Συνώνυμα
    • άγονος
    • ακαρπής
    • αποστείρωτος
    3
  3. Αντώνυμα
    • γόνιμος
    • καρποφόρος
    • ευφορικός
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν παράγει καρπούς ή απογόνους
    • που δεν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ή ωφέλη
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στείρα γη δεν μπορούσε να παράγει σιτάρι.
    • Οι προσπάθειές του αποδείχθηκαν στείρες.
    2