Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στείρος (επίθετο) - (παρόμοια:
στείρα
-
στείρωση
-
στείλε
-
στείλω
-
στενάχωρος
)
Συνώνυμα
άγονος
ακαρπής
αποστείρωτος
3
Αντώνυμα
γόνιμος
καρποφόρος
ευφορικός
3
Ορισμός
που δεν παράγει καρπούς ή απογόνους
που δεν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ή ωφέλη
2
Παραδείγματα
Η στείρα γη δεν μπορούσε να παράγει σιτάρι.
Οι προσπάθειές του αποδείχθηκαν στείρες.
2