1. Λέξη
    στενάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στενάζω - στενός - στενάχωρος)
  2. Συνώνυμα
    • δρομάκι
    • σόκα
    • λαβύρινθος
    3
  3. Αντώνυμα
    • λεωφόρος
    • ευθεία
    • αυτοκινητόδρομος
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρός και στενός δρόμος, συνήθως σε παλιές συνοικίες.
    • Περιορισμένος χώρος που δημιουργείται ανάμεσα σε κτίρια ή άλλα εμπόδια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το στενάκι αυτό είναι γεμάτο από ταβέρνες και καφετέριες.
    • Χάθηκαν στο στενάκι και δεν μπορούσαν να βρουν τον δρόμο τους.
    2