Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στενάζω
-
στενός
-
στενάχωρος
)
Συνώνυμα
δρομάκι
σόκα
λαβύρινθος
3
Αντώνυμα
λεωφόρος
ευθεία
αυτοκινητόδρομος
3
Ορισμός
Μικρός και στενός δρόμος, συνήθως σε παλιές συνοικίες.
Περιορισμένος χώρος που δημιουργείται ανάμεσα σε κτίρια ή άλλα εμπόδια.
2
Παραδείγματα
Το στενάκι αυτό είναι γεμάτο από ταβέρνες και καφετέριες.
Χάθηκαν στο στενάκι και δεν μπορούσαν να βρουν τον δρόμο τους.
2