Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενάχωρος (επίθετο) - (παρόμοια:
στενάκι
-
στενάζω
-
στείρος
)
Συνώνυμα
στενόχωρος
μικρός
περιορισμένος
3
Αντώνυμα
ευρύχωρος
ανοιχτός
εκτεταμένος
3
Ορισμός
Που έχει περιορισμένο χώρο ή δεν παρέχει αρκετό χώρο.
Που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή αμηχανίας λόγω έλλειψης χώρου.
2
Παραδείγματα
Το δωμάτιο ήταν πολύ στενάχωρο για να χωρέσουν όλα τα έπιπλα.
Η αίθουσα συνεδριάσεων έδωσε μια στενάχωρη ατμόσφαιρα στους παρευρισκόμενους.
2