1. Λέξη
    στενάχωρος (επίθετο) - (παρόμοια: στενάκι - στενάζω - στείρος)
  2. Συνώνυμα
    • στενόχωρος
    • μικρός
    • περιορισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευρύχωρος
    • ανοιχτός
    • εκτεταμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει περιορισμένο χώρο ή δεν παρέχει αρκετό χώρο.
    • Που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή αμηχανίας λόγω έλλειψης χώρου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δωμάτιο ήταν πολύ στενάχωρο για να χωρέσουν όλα τα έπιπλα.
    • Η αίθουσα συνεδριάσεων έδωσε μια στενάχωρη ατμόσφαιρα στους παρευρισκόμενους.
    2