1. Λέξη
    στερεό (επίθετο) - (παρόμοια: στερεός - στερεότυπο - στερεύω - στερώ - στεριά)
  2. Συνώνυμα
    • στερεός
    • στιβαρός
    • σταθερός
    • γερός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμος
    • ασταθής
    • ευπαθής
    • αραιός
    4
  4. Ορισμός
    • που έχει σταθερότητα και αντοχή, που δεν εύκολα μεταβάλλεται ή καταστρέφεται
    • που χαρακτηρίζεται από σωματική δύναμη και αντοχή
    • που έχει συμπαγή και σταθερή δομή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το τραπέζι είναι φτιαγμένο από στερεό ξύλο.
    • Έχει στερεό χαρακτήρα και δεν επηρεάζεται εύκολα.
    • Η στερεή δομή του κτιρίου του έδωσε μεγάλη αντοχή στον σεισμό.
    3