Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερεό (επίθετο) - (παρόμοια:
στερεός
-
στερεότυπο
-
στερεύω
-
στερώ
-
στεριά
)
Συνώνυμα
στερεός
στιβαρός
σταθερός
γερός
4
Αντώνυμα
αδύναμος
ασταθής
ευπαθής
αραιός
4
Ορισμός
που έχει σταθερότητα και αντοχή, που δεν εύκολα μεταβάλλεται ή καταστρέφεται
που χαρακτηρίζεται από σωματική δύναμη και αντοχή
που έχει συμπαγή και σταθερή δομή
3
Παραδείγματα
Το τραπέζι είναι φτιαγμένο από στερεό ξύλο.
Έχει στερεό χαρακτήρα και δεν επηρεάζεται εύκολα.
Η στερεή δομή του κτιρίου του έδωσε μεγάλη αντοχή στον σεισμό.
3