1. Λέξη
    στεριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στερώ - στερεό - στερεός - στερεύω)
  2. Συνώνυμα
    • αγριάδα
    • ερημιά
    • έρημος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πόλη
    • αστικό κέντρο
    • κατοικημένη περιοχή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια απομονωμένη ή ακατοίκητη περιοχή, συχνά μακριά από αστικά κέντρα.
    • Ένα μέρος που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας ή υποδομών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η στεριά ήταν γεμάτη από άγρια φυτά και ζώα.
    • Μετά από ώρες οδήγησης, βρέθηκαν σε μια στεριά χωρίς σημάδια ζωής.
    2