Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στεριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στερώ
-
στερεό
-
στερεός
-
στερεύω
)
Συνώνυμα
αγριάδα
ερημιά
έρημος
3
Αντώνυμα
πόλη
αστικό κέντρο
κατοικημένη περιοχή
3
Ορισμός
Μια απομονωμένη ή ακατοίκητη περιοχή, συχνά μακριά από αστικά κέντρα.
Ένα μέρος που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας ή υποδομών.
2
Παραδείγματα
Η στεριά ήταν γεμάτη από άγρια φυτά και ζώα.
Μετά από ώρες οδήγησης, βρέθηκαν σε μια στεριά χωρίς σημάδια ζωής.
2