Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στηρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποστηρίζομαι
-
στηρίζω
-
σκίζομαι
-
ορίζομαι
-
συμμερίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
χωρίζομαι
-
γνωρίζομαι
-
σκοτίζομαι
-
διορίζομαι
-
χειρίζομαι
-
σχετίζομαι
-
σώζομαι
-
ισχυρίζομαι
-
προορίζομαι
-
σκαρφίζομαι
-
συνεχίζομαι
-
καθορίζομαι
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
βασίζομαι
στηλιτεύομαι
3
Αντώνυμα
ανεξαρτώμαι
απομακρύνομαι
αποσύρομαι
3
Ορισμός
να βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή βοήθεια
να στηρίζω κάποιον ή κάτι, να του προσφέρω βοήθεια ή ενίσχυση
2
Παραδείγματα
Στηρίζομαι στην οικογένειά μου σε δύσκολες στιγμές.
Η εταιρεία στηρίζεται σε νέες τεχνολογίες για την ανάπτυξή της.
2