1. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • βασίζομαι
    • στηλιτεύομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανεξαρτώμαι
    • απομακρύνομαι
    • αποσύρομαι
    3
  3. Ορισμός
    • να βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι για υποστήριξη ή βοήθεια
    • να στηρίζω κάποιον ή κάτι, να του προσφέρω βοήθεια ή ενίσχυση
    2
  4. Παραδείγματα
    • Στηρίζομαι στην οικογένειά μου σε δύσκολες στιγμές.
    • Η εταιρεία στηρίζεται σε νέες τεχνολογίες για την ανάπτυξή της.
    2