Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρίβω (ρήμα) - (παρόμοια:
συντρίβω
-
τρίβω
-
στρίψω
-
στρίπερ
)
Συνώνυμα
γυρίζω
στρέφω
περιστρέφω
3
Αντώνυμα
ευθυγραμμίζω
ισιώνω
2
Ορισμός
Να αλλάζω την κατεύθυνση ενός αντικειμένου ή του σώματός μου.
Να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από έναν άξονα ή σημείο.
2
Παραδείγματα
Στρίβω αριστερά στο επόμενο φανάρι.
Η μπάλα στρίβει γύρω από τον άξονά της καθώς κυλάει.
2