1. Λέξη
    στρίβω (ρήμα) - (παρόμοια: συντρίβω - τρίβω - στρίψω - στρίπερ)
  2. Συνώνυμα
    • γυρίζω
    • στρέφω
    • περιστρέφω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθυγραμμίζω
    • ισιώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να αλλάζω την κατεύθυνση ενός αντικειμένου ή του σώματός μου.
    • Να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από έναν άξονα ή σημείο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στρίβω αριστερά στο επόμενο φανάρι.
    • Η μπάλα στρίβει γύρω από τον άξονά της καθώς κυλάει.
    2