Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
επιστρέψω
-
στρίψω
-
στρέιτ
-
στρέφω
-
καταστρέψω
-
αντιστρέψω
-
στρέμμα
)
Συνώνυμα
περιστρέφω
γυρίζω
στροβιλίζω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ακινητοποιώ
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από έναν άξονα ή ένα κέντρο.
Να αλλάξω την κατεύθυνση ή την πορεία κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Στράφηκε προς το παράθυρο για να δει τι συνέβαινε έξω.
Ο δάσκαλος στέφτηκε και κοίταξε όλους τους μαθητές.
2