1. Λέξη
    στρέψω (ρήμα) - (παρόμοια: επιστρέψω - στρίψω - στρέιτ - στρέφω - καταστρέψω - αντιστρέψω - στρέμμα)
  2. Συνώνυμα
    • περιστρέφω
    • γυρίζω
    • στροβιλίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να κινηθεί γύρω από έναν άξονα ή ένα κέντρο.
    • Να αλλάξω την κατεύθυνση ή την πορεία κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στράφηκε προς το παράθυρο για να δει τι συνέβαινε έξω.
    • Ο δάσκαλος στέφτηκε και κοίταξε όλους τους μαθητές.
    2