Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατιωτάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρατιωτικό
-
στρατιωτικός
-
στρατιά
-
στρατό
-
στρατιώτης
)
Συνώνυμα
νεοσύλλεκτος
φαντάρος
νεοσύληκτος
3
Αντώνυμα
αξιωματικός
στρατηγός
ανώτερος
3
Ορισμός
Νεαρός στρατιώτης, συνήθως νεοσύλλεκτος.
Μικρός σε ηλικία ή εμπειρία στρατιώτης.
2
Παραδείγματα
Το στρατιωτάκι φοβόταν την πρώτη του άσκηση.
Τα στρατιωτάκια έκαναν βασική εκπαίδευση.
2