Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατιωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
στρατιωτικό
-
στρατηγικός
-
στρατιωτάκι
-
στατικός
-
στοματικός
-
στρατός
-
στρατιά
-
στατιστικός
-
κρατικός
-
ιδιωτικός
-
σωματικός
-
στρατηγός
)
Συνώνυμα
πολεμικός
στρατιωτικού χαρακτήρα
στρατιωτικού τύπου
3
Αντώνυμα
πολιτικός
αστικός
εμπορικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τον στρατό ή τις στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ανήκων ή σχετιζόμενος με τις ένοπλες δυνάμεις.
Χαρακτηριστικός ή χαρακτηρίζων τον στρατό.
3
Παραδείγματα
Ο στρατιωτικός νόμος επιβλήθηκε σε όλη τη χώρα.
Η στρατιωτική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για όλους τους νέους.
Το στρατιωτικό νοσοκομείο παρέχει εξειδικευμένη φροντίδα.
3