Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατιωτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
στρατιωτικός
-
στρατιωτάκι
-
στρατιά
-
στρατό
-
στρατιώτης
)
Συνώνυμα
πολεμικό
στρατιωτικό
στρατιωτικού τύπου
3
Αντώνυμα
πολιτικό
αστικό
μη στρατιωτικό
3
Ορισμός
Σχετικός με τον στρατό ή τις στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ανήκων ή σχετιζόμενος με τις ένοπλες δυνάμεις.
2
Παραδείγματα
Η στρατιωτική εκπαίδευση είναι απαραίτητη για τους νέους στρατιώτες.
Η χώρα αύξησε τον στρατιωτικό της προϋπολογισμό.
2