Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκεντρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκεντρώνω
-
συγκεντρώνομαι
-
συγκεντρωμένος
)
Συνώνυμα
συλλέγω
μαζεύω
συγκροτώ
3
Αντώνυμα
διασκορπίζω
ξεσκέπαζω
αποκεντρώνω
3
Ορισμός
Να φέρω πολλά πράγματα ή ανθρώπους μαζί σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
Να συγκεντρώσω την προσοχή ή τις σκέψεις μου σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να συγκεντρώσω όλα τα απαραίτητα υλικά για το έργο.
Συγκέντρωσε όλους τους φίλους του για τη γιορτή.
2