1. Λέξη
    συγκεντρώσω (ρήμα) - (παρόμοια: συγκεντρώνω - συγκεντρώνομαι - συγκεντρωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συλλέγω
    • μαζεύω
    • συγκροτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζω
    • ξεσκέπαζω
    • αποκεντρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φέρω πολλά πράγματα ή ανθρώπους μαζί σε ένα συγκεκριμένο σημείο.
    • Να συγκεντρώσω την προσοχή ή τις σκέψεις μου σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συγκεντρώσω όλα τα απαραίτητα υλικά για το έργο.
    • Συγκέντρωσε όλους τους φίλους του για τη γιορτή.
    2