1. Λέξη
    συγκεντρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: συγκεντρώσω - συγκεντρώνομαι - συγκεντρωμένος - στρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • συλλέγω
    • μαζεύω
    • συγκροτώ
    • συγκεντρώνομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζω
    • ξεσκέπαζω
    • αποκεντρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Μαζεύω ή φέρνω μαζί σε ένα σημείο.
    • Εστιάζω την προσοχή ή τις προσπάθειες σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλα τα απαραίτητα υλικά πριν ξεκινήσουμε το έργο.
    • Ο δάσκαλος μας ζήτησε να συγκεντρώσουμε τις σκέψεις μας πριν απαντήσουμε.
    2