Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκεντρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκεντρώσω
-
συγκεντρώνομαι
-
συγκεντρωμένος
-
στρώνω
)
Συνώνυμα
συλλέγω
μαζεύω
συγκροτώ
συγκεντρώνομαι
4
Αντώνυμα
διασκορπίζω
ξεσκέπαζω
αποκεντρώνω
3
Ορισμός
Μαζεύω ή φέρνω μαζί σε ένα σημείο.
Εστιάζω την προσοχή ή τις προσπάθειες σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή σκοπό.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να συγκεντρώσουμε όλα τα απαραίτητα υλικά πριν ξεκινήσουμε το έργο.
Ο δάσκαλος μας ζήτησε να συγκεντρώσουμε τις σκέψεις μας πριν απαντήσουμε.
2