Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκεντρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συγκεκριμένος
-
συγκεντρώσω
-
συγκεντρώνω
-
συγκινημένος
-
συγκρατημένος
-
συγκλονισμένος
-
συγκεντρώνομαι
)
Συνώνυμα
προσηλωμένος
επικεντρωμένος
συμπυκνωμένος
3
Αντώνυμα
αποσπασμένος
αφηρημένος
διασκορπισμένος
3
Ορισμός
Εστιασμένος σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέμα.
Που δείχνει μεγάλη προσοχή και συγκέντρωση.
Που έχει συγκεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
3
Παραδείγματα
Ο μαθητής ήταν πολύ συγκεντρωμένος κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
Η ομάδα ήταν συγκεντρωμένη στο στόχο της νίκης.
Οι δυνάμεις ήταν συγκεντρωμένες στα σύνορα.
3