1. Λέξη
    συγκλονίζω (ρήμα) - (παρόμοια: συντονίζω - συγκλονισμένος - συγκλονιστικός)
  2. Συνώνυμα
    • εξοργίζω
    • θορυβώ
    • ταράσσω
    • συγκινώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθησυχάζω
    • γαληνεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Προκαλώ έντονη συγκίνηση ή ταραχή σε κάποιον.
    • Κάνω κάποιον να νιώσει έντονο σοκ ή έκπληξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε όλη την οικογένεια.
    • Οι εικόνες από τον σεισμό συγκλόνισαν τους θεατές.
    2