Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκλονίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συντονίζω
-
συγκλονισμένος
-
συγκλονιστικός
)
Συνώνυμα
εξοργίζω
θορυβώ
ταράσσω
συγκινώ
4
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθησυχάζω
γαληνεύω
3
Ορισμός
Προκαλώ έντονη συγκίνηση ή ταραχή σε κάποιον.
Κάνω κάποιον να νιώσει έντονο σοκ ή έκπληξη.
2
Παραδείγματα
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε όλη την οικογένεια.
Οι εικόνες από τον σεισμό συγκλόνισαν τους θεατές.
2