Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκλονιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σωφρονιστικός
-
συγκλονισμένος
-
συγκριτικός
-
συγκινητικός
-
σεξιστικός
-
συγκλονίζω
-
συγκαταβατικός
)
Συνώνυμα
εντυπωσιακός
εξαιρετικός
καταπληκτικός
συναρπαστικός
4
Αντώνυμα
βαρετός
ανιαρός
μηδαμινός
αδιάφορος
4
Ορισμός
Που προκαλεί έντονη συγκίνηση ή εντύπωση.
Που εντυπωσιάζει με τη μεγαλοπρέπειά του ή τη σημασία του.
2
Παραδείγματα
Η συγκλονιστική ερμηνεία του ηθοποιού άφησε το κοινό άφωνο.
Το ταξίδι μας στην Ακρόπολη ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία.
2