1. Συνώνυμα
    • εντυπωσιακός
    • εξαιρετικός
    • καταπληκτικός
    • συναρπαστικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • βαρετός
    • ανιαρός
    • μηδαμινός
    • αδιάφορος
    4
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί έντονη συγκίνηση ή εντύπωση.
    • Που εντυπωσιάζει με τη μεγαλοπρέπειά του ή τη σημασία του.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η συγκλονιστική ερμηνεία του ηθοποιού άφησε το κοινό άφωνο.
    • Το ταξίδι μας στην Ακρόπολη ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία.
    2