Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντονίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τονίζω
-
συγκλονίζω
-
συντονιστής
-
συντονισμός
-
συντομία
-
συνεχίζω
-
συνηθίζω
)
Συνώνυμα
συγχρονίζω
εναρμονίζω
συνδυάζω
3
Αντώνυμα
αποσυντονίζω
αποσυνδέω
απομονώνω
3
Ορισμός
Ενώνω ή εναρμονίζω διαφορετικά στοιχεία ώστε να λειτουργούν μαζί αποτελεσματικά.
Ρυθμίζω ή οργανώνω κάτι με τρόπο ώστε να υπάρχει αρμονία ή συνέπεια.
2
Παραδείγματα
Ο μαέστρος προσπαθεί να συντονίσει τα μουσικά όργανα για την συναυλία.
Η ομάδα πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της για να πετύχει τους στόχους της.
2