1. Συνώνυμα
    • συγχρονίζω
    • εναρμονίζω
    • συνδυάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποσυντονίζω
    • αποσυνδέω
    • απομονώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Ενώνω ή εναρμονίζω διαφορετικά στοιχεία ώστε να λειτουργούν μαζί αποτελεσματικά.
    • Ρυθμίζω ή οργανώνω κάτι με τρόπο ώστε να υπάρχει αρμονία ή συνέπεια.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο μαέστρος προσπαθεί να συντονίσει τα μουσικά όργανα για την συναυλία.
    • Η ομάδα πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της για να πετύχει τους στόχους της.
    2