Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκλονισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συντονισμένος
-
σκονισμένος
-
συγκλονιστικός
-
συγχυσμένος
-
συγκινημένος
-
κανονισμένος
-
συνηθισμένος
-
σκισμένος
-
συγκεκριμένος
-
συγκρατημένος
-
δαιμονισμένος
-
συγκλονίζω
-
συγκεντρωμένος
)
Συνώνυμα
εξαγριωμένος
εκνευρισμένος
ταραγμένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
ατάραχος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης συγκίνησης ή ταραχής.
Που έχει επηρεαστεί βαθιά από κάτι τραυματικό ή συγκινητικό.
2
Παραδείγματα
Ήταν συγκλονισμένος από τα νέα που άκουσε.
Ο κόσμος έμεινε συγκλονισμένος μετά την τραγωδία.
2