Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκριτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κριτικός
-
συγκινητικός
-
συγκλονιστικός
-
συγκαταβατικός
-
υποκριτικός
-
διακριτικός
-
επικριτικός
-
συγκριθώ
-
σπιτικός
-
συμβατικός
-
συνθετικός
)
Συνώνυμα
σχετικός
αντιπαραβολικός
αντιστοιχιστικός
3
Αντώνυμα
απόλυτος
ασύγκριτος
2
Ορισμός
που αφορά ή βασίζεται στη σύγκριση
που επιτρέπει ή προωθεί τη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων ή καταστάσεων
(στη γραμματική) που εκφράζει τη σύγκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ιδιοτήτων
3
Παραδείγματα
Η συγκριτική ανάλυση των δύο προγραμμάτων έδειξε σημαντικές διαφορές.
Ο συγκριτικός πίνακας βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των δεδομένων.
Στα ελληνικά, ο συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «ψηλός» είναι «ψηλότερος».
3