Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγχρονισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρονισμός
-
συντονισμός
-
κλονισμός
)
Συνώνυμα
συντονισμός
συνέργεια
εναρμόνιση
3
Αντώνυμα
ασυγχρονισμός
ασυνέπεια
ασυνάρτηση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εναρμόνισης ή της συντονισμένης λειτουργίας διαφορετικών στοιχείων ή συστημάτων.
Η ταυτόχρονη εκτέλεση ή εμφάνιση γεγονότων ή ενεργειών.
2
Παραδείγματα
Ο συγχρονισμός των ρολογιών είναι απαραίτητος για την ακριβή μέτρηση του χρόνου.
Η ομάδα εργάστηκε με τέλειο συγχρονισμό για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
2