1. Συνώνυμα
    • ταραχή
    • αναστάτωση
    • σάλος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • στάση
    • ησυχία
    3
  3. Ορισμός
    • Μια κατάσταση έντονης ταραχής ή αναστάτωσης.
    • Μια ξαφνική και έντονη συγκίνηση ή αναστάτωση.
    • Μια φυσική ή ψυχολογική αναταραχή που προκαλείται από κάποιο εξωτερικό γεγονός.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλο κλονισμό στους κατοίκους της περιοχής.
    • Η απρόσμενη είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύ κλονισμό.
    • Μετά το ατύχημα, ένιωθε έναν ψυχολογικό κλονισμό που δεν μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει.
    3