Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλονισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κανονισμός
-
χρονισμός
-
συντονισμός
-
κλιματισμός
-
συγχρονισμός
-
απαγχονισμός
-
κομμουνισμός
)
Συνώνυμα
ταραχή
αναστάτωση
σάλος
3
Αντώνυμα
ηρεμία
στάση
ησυχία
3
Ορισμός
Μια κατάσταση έντονης ταραχής ή αναστάτωσης.
Μια ξαφνική και έντονη συγκίνηση ή αναστάτωση.
Μια φυσική ή ψυχολογική αναταραχή που προκαλείται από κάποιο εξωτερικό γεγονός.
3
Παραδείγματα
Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλο κλονισμό στους κατοίκους της περιοχής.
Η απρόσμενη είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύ κλονισμό.
Μετά το ατύχημα, ένιωθε έναν ψυχολογικό κλονισμό που δεν μπορούσε εύκολα να ξεπεράσει.
3