Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντονισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντονισμένος
-
συντονιστής
-
συγχρονισμός
-
κλονισμός
-
χρονισμός
-
συντονίζω
-
συνεταιρισμός
-
συνδυασμός
-
κανονισμός
)
Συνώνυμα
συνεργασία
συνδυασμός
αρμονία
συνεννόηση
4
Αντώνυμα
ασυνεννοησία
ασυντονιστότητα
διαφωνία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντονισμού, δηλαδή η οργάνωση και η εναρμόνιση διαφόρων στοιχείων για κοινό σκοπό.
Η ικανότητα να λειτουργούν διάφορα μέρη ή άτομα με αρμονία και αποτελεσματικότητα.
2
Παραδείγματα
Ο συντονισμός μεταξύ των μελών της ομάδας ήταν άψογος και οδήγησε σε επιτυχία.
Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών δημιούργησε προβλήματα στην οργάνωση της εκδήλωσης.
2