Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρονισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συγχρονισμός
-
χρονικός
-
κλονισμός
-
χρονιά
-
χριστιανισμός
-
κανονισμός
-
χρονικό
-
συντονισμός
-
χωρισμός
-
απαγχονισμός
)
Συνώνυμα
συγχρονισμός
τακτοποίηση
ομαδοποίηση
3
Αντώνυμα
ασυγχρονισμός
αταξία
ανοργανωσιά
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρονίζω, δηλαδή του καθορίζω ή ρυθμίζω τη χρονική στιγμή ή τη διάρκεια κάποιου γεγονότος.
Η ικανότητα να εκτελείς μια ενέργεια με ακρίβεια σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
2
Παραδείγματα
Ο χρονισμός της παρουσίας του ήταν άψογος, έφτασε ακριβώς τη στιγμή που τον περιμέναμε.
Για να πετύχεις στη μουσική, πρέπει να έχεις καλό χρονισμό.
2