1. Συνώνυμα
    • συγχρονισμός
    • τακτοποίηση
    • ομαδοποίηση
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασυγχρονισμός
    • αταξία
    • ανοργανωσιά
    3
  3. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρονίζω, δηλαδή του καθορίζω ή ρυθμίζω τη χρονική στιγμή ή τη διάρκεια κάποιου γεγονότος.
    • Η ικανότητα να εκτελείς μια ενέργεια με ακρίβεια σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο χρονισμός της παρουσίας του ήταν άψογος, έφτασε ακριβώς τη στιγμή που τον περιμέναμε.
    • Για να πετύχεις στη μουσική, πρέπει να έχεις καλό χρονισμό.
    2