Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβάν
-
συμβώ
-
βάλλω
)
Συνώνυμα
συνεισφέρω
βοηθώ
συνεργάζομαι
3
Αντώνυμα
εμποδίζω
εναντιώνομαι
αποτρέπω
3
Ορισμός
Συνεισφέρω σε κάτι, βοηθώντας στην επίτευξη ενός στόχου ή αποτελέσματος.
Συμμετέχω ενεργά σε μια κοινή προσπάθεια ή δράση.
Προκαλώ ή συνεπάγομαι κάποιο αποτέλεσμα.
3
Παραδείγματα
Ο καθένας μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση του περιβάλλοντος.
Η συνεργασία όλων συμβάλλει στην επιτυχία του έργου.
Οι καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στην ανάπτυξη των φυτών.
3