1. Λέξη
    συμβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβάν - συμβώ - βάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • συνεισφέρω
    • βοηθώ
    • συνεργάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • εναντιώνομαι
    • αποτρέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Συνεισφέρω σε κάτι, βοηθώντας στην επίτευξη ενός στόχου ή αποτελέσματος.
    • Συμμετέχω ενεργά σε μια κοινή προσπάθεια ή δράση.
    • Προκαλώ ή συνεπάγομαι κάποιο αποτέλεσμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθένας μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση του περιβάλλοντος.
    • Η συνεργασία όλων συμβάλλει στην επιτυχία του έργου.
    • Οι καιρικές συνθήκες συμβάλλουν στην ανάπτυξη των φυτών.
    3