Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβάν (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμβάλλω
-
συμβώ
-
συμβεί
-
συμβολή
)
Συνώνυμα
γεγονός
περιστατικό
επιτυχία
3
Αντώνυμα
απουσία
έλλειψη
μη-γεγονός
3
Ορισμός
Κάτι που συμβαίνει ή έχει συμβεί, ιδιαίτερα κάτι σημαντικό ή ασυνήθιστο.
Μια συγκεκριμένη εμφάνιση ή κατάσταση που λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο.
2
Παραδείγματα
Το συμβάν της συναυλίας έγινε την περασμένη εβδομάδα.
Το ατύχημα ήταν ένα τραγικό συμβάν που συγκλόνισε όλη την κοινότητα.
2