1. Λέξη
    συμβάν (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμβάλλω - συμβώ - συμβεί - συμβολή)
  2. Συνώνυμα
    • γεγονός
    • περιστατικό
    • επιτυχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • απουσία
    • έλλειψη
    • μη-γεγονός
    3
  4. Ορισμός
    • Κάτι που συμβαίνει ή έχει συμβεί, ιδιαίτερα κάτι σημαντικό ή ασυνήθιστο.
    • Μια συγκεκριμένη εμφάνιση ή κατάσταση που λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το συμβάν της συναυλίας έγινε την περασμένη εβδομάδα.
    • Το ατύχημα ήταν ένα τραγικό συμβάν που συγκλόνισε όλη την κοινότητα.
    2