1. Λέξη
    συμβατός (επίθετο) - (παρόμοια: συμβατικός - συμβαίνω - συμβώ - συμβαδίζω - συμβαίνει)
  2. Συνώνυμα
    • σύμφωνος
    • αρμονικός
    • ταιριαστός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασυμβίβαστος
    • αντίθετος
    • ασύμφωνος
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να συνυπάρξει ή να συνδυαστεί χωρίς αντιφάσεις.
    • Που ταιριάζει ή είναι κατάλληλος για κάτι.
    • Που είναι σε συμφωνία ή αρμονία με κάτι άλλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο φίλοι έχουν συμβατές απόψεις για το θέμα.
    • Αυτό το λογισμικό είναι συμβατό με τα νεότερα λειτουργικά συστήματα.
    • Οι προσωπικότητές τους είναι τόσο συμβατές που σπάνια διαφωνούν.
    3