Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβατός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμβατικός
-
συμβαίνω
-
συμβώ
-
συμβαδίζω
-
συμβαίνει
)
Συνώνυμα
σύμφωνος
αρμονικός
ταιριαστός
3
Αντώνυμα
ασυμβίβαστος
αντίθετος
ασύμφωνος
3
Ορισμός
Που μπορεί να συνυπάρξει ή να συνδυαστεί χωρίς αντιφάσεις.
Που ταιριάζει ή είναι κατάλληλος για κάτι.
Που είναι σε συμφωνία ή αρμονία με κάτι άλλο.
3
Παραδείγματα
Οι δύο φίλοι έχουν συμβατές απόψεις για το θέμα.
Αυτό το λογισμικό είναι συμβατό με τα νεότερα λειτουργικά συστήματα.
Οι προσωπικότητές τους είναι τόσο συμβατές που σπάνια διαφωνούν.
3