Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβεί (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβώ
-
συμβάν
-
ξανασυμβεί
-
συμβολή
)
Συνώνυμα
συμβαίνει
γίνεται
πραγματοποιείται
3
Αντώνυμα
αποτρέπεται
αποφεύγεται
2
Ορισμός
Να γίνει κάτι, να πραγματοποιηθεί ένα γεγονός ή μια κατάσταση.
Να λαμβάνει χώρα κάτι, συνήθως αναπάντεχο ή σημαντικό.
2
Παραδείγματα
Τι θα συμβεί αν δεν πάμε στη συνάντηση;
Ένα ατύχημα συνέβη στο κέντρο της πόλης.
2