1. Λέξη
    συμβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμβουλή - συμβολίζω - συμβολικός - συμβώ - συμβούλιο - συμβάν - συμβεί - εμβολή - συμβουλεύω)
  2. Συνώνυμα
    • συνεισφορά
    • επιδότηση
    • χρηματοδότηση
    • δωρεά
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφαίρεση
    • απόσυρση
    • αποχώρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του να δίνει κάποιος κάτι, ειδικά χρήματα, για έναν κοινό σκοπό ή για να βοηθήσει κάποιον ή κάτι.
    • Μια δωρεά ή ένα ποσό που δίνεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
    • Η συμμετοχή ή η συνεισφορά σε μια συζήτηση, μια δραστηριότητα ή μια προσπάθεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συμβολή του στην έρευνα ήταν καθοριστική για την επιτυχία του έργου.
    • Κάθε συμβολή, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σημαντική για την ολοκλήρωση του σκοπού μας.
    • Οι συμβολές των μελών της ομάδας οδήγησαν σε μια πολύ καλή παρουσίαση.
    3