Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμβουλή
-
συμβολίζω
-
συμβολικός
-
συμβώ
-
συμβούλιο
-
συμβάν
-
συμβεί
-
εμβολή
-
συμβουλεύω
)
Συνώνυμα
συνεισφορά
επιδότηση
χρηματοδότηση
δωρεά
4
Αντώνυμα
αφαίρεση
απόσυρση
αποχώρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια του να δίνει κάποιος κάτι, ειδικά χρήματα, για έναν κοινό σκοπό ή για να βοηθήσει κάποιον ή κάτι.
Μια δωρεά ή ένα ποσό που δίνεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Η συμμετοχή ή η συνεισφορά σε μια συζήτηση, μια δραστηριότητα ή μια προσπάθεια.
3
Παραδείγματα
Η συμβολή του στην έρευνα ήταν καθοριστική για την επιτυχία του έργου.
Κάθε συμβολή, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σημαντική για την ολοκλήρωση του σκοπού μας.
Οι συμβολές των μελών της ομάδας οδήγησαν σε μια πολύ καλή παρουσίαση.
3